Αντιρρήσεις – παρατηρήσεις της ΕΑΕΕ περί της επανεκπαίδευσης

η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος συνέταξε υπόμνημα, στο οποίο περιλαμβάνει τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου. Στο υπόμνημα αυτό επισημαίνονται πολλές αντιφάσεις, αλλά και ασάφειες του σχεδίου πράξης.

Μετά τη δημοσιοποίηση από τη ΔΕΙΑ σχεδίου πράξης περί «Επανεκπαίδευσης και επαναπιστοποίησης γνώσεων των (αντ)ασφαλιστικών διαμεσολαβητών», η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος συνέταξε υπόμνημα, στο οποίο περιλαμβάνει τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου. Στο υπόμνημα αυτό επισημαίνονται πολλές αντιφάσεις, αλλά και ασάφειες του σχεδίου πράξης.

Η ΕΑΕΕ τονίζει μεταξύ άλλων στις παρατηρήσεις της ότι δεν είναι δυνατόν να απαιτείται η επανεκπαίδευση των υπαλλήλων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, όταν δεν απαιτείται ούτε από την κοινοτική ούτε από την εθνική νομοθεσία η εκπαίδευση και πιστοποίησή τους. Επίσης επισημαίνεται πως είναι απαραίτητο η πράξη να ισχύσει και για τα υποκαταστήματα κοινοτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αλλά και για τις ΕΠΥ. Τέλος η ΕΑΕΕ ζητά να μην είναι υποχρεωτικές οι εξετάσεις στο πλαίσιο της επανεκπαίδευσης, δεδομένου ότι και οι ανάλογες κινήσεις που γίνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη διά βίου μάθηση των διαμεσολαβητών δεν προβλέπουν εξετάσεις.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του υπομνήματος της ΕΑΕΕ:

Άρθρο 1 παρ.1

Με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 1 του σχεδίου θεσπίζεται υποχρέωση επανεκπαίδευσης, πέραν των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που διενεργούν απευθείας πωλήσεις εντός των επιχειρήσεων στις οποίες απασχολούνται.

Δημιουργείται έτσι πρωτογενώς υποχρέωση επανεκπαίδευσης και επαναπιστοποίησης των υπαλλήλων και τούτο παρά την παντελή απουσία τόσο στην κοινοτική όσο και στην εθνική νομοθεσία για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση και συνακόλουθα στην πράξη 16/21.5.2013 της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΤτΕ, υποχρέωσης των ίδιων προσώπων για εκπαίδευση και πιστοποίηση. Συνεπώς, ως προς το σημείο αυτό το σχέδιο πράξης  αντιφάσκει με τον υφιστάμενο νομοθετικό κορμό και κανονιστικό πλαίσιο.

Η νομική αυτή αδυναμία αποτυπώνεται και στην όλη οικονομία του ίδιου του σχεδίου, όπου συστηματικά οι διατάξεις του, με μοναδική εξαίρεση την παρ.2 του άρθρου 3, συνδέουν την υποχρέωση επανεκπαίδευσης και επαναπιστοποίησης με πρόσωπα εγγεγραμμένα στο Μητρώο του άρθρου 3 του π.δ.190/2006, καθώς και με πρόσωπα που αποκτούν πιστοποιητικό γνώσεων της πράξης 16/2013 της ΤτΕ.

Οι υπάλληλοι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, σύμφωνα τουλάχιστον με την ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία, δεν ανήκουν σε καμία από τις δύο ως άνω κατηγορίες και σε καμμία περίπτωση δεν πιστοποιούνται, εφόσον κατά την ισχύουσα νομοθεσία δεν ασκούν ασφαλιστική διαμεσολάβηση.

Για λόγους νομικής τάξης, θεωρούμε ότι θα πρέπει να αφαιρεθεί από το προωθούμενο σχέδιο πράξης οποιαδήποτε πρόβλεψη για επιβολή υποχρέωσης επανεκπαίδευσης των υπαλλήλων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

 

Άρθρο 1 παρ.2

Σύμφωνα με το προς διαβούλευση σχέδιο στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα καθώς και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών για τις ασφαλίσεις που συνάπτουν στην Ελλάδα.

Παρ’ όλον ότι σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν σε σχέση με το άρθρο 1 παρ. 1 ουδόλως υφίσταται υποχρέωση των ασφαλιστικών εταιριών να επανεκπαιδεύουν και να επαναπιστοποιούν τους υπαλλήλους τους, καθ’ όσον αυτοί ρητά εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για την ασφαλιστική νομοθεσία, εντούτοις, εφόσον πρόθεση του σχεδίου της πράξης είναι να δημιουργηθούν υποχρεώσεις εις βάρος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, δεν γίνεται κατανοητή η μη συμπερίληψη των κοινοτικών υποκαταστημάτων στο πεδίο εφαρμογής του υπό εξέταση σχεδίου.

Λόγοι δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα λόγοι προστασίας του καταναλωτή επιβάλλουν επέκταση του πεδίου εφαρμογής ώστε να περιληφθούν σε αυτόν τόσο οι κοινοτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις με υποκατάστημα στην Ελλάδα όσο και οι δραστηριοποιούμενες με καθεστώς ΕΠΥ επιχειρήσεις για τις  εδώ ασφαλίσεις τους.

Η συμπερίληψη των εν λόγω επιχειρήσεων στις προωθούμενες απαιτήσεις, στο μέτρο που δημιουργούν υψηλό κόστος για τις υπόχρεες εταιρίες, αιτιολογείται και από λόγους διασφάλισης ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των δραστηριοποιούμενων στην Ελλάδα επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η υπαγωγή τους στις ίδιες προδιαγραφές, εφόσον εν τέλει υιοθετηθούν για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις γενικά, υπαγορεύεται και για την αποφυγή φαινομένων «αρμπιτράζ». 

Με βάση τα παραπάνω προτείνεται να συμπληρωθούν με τον αντίστοιχο κύκλο επιχειρήσεων οι σχετικές διατάξεις του σχεδίου πράξης της Εκτελεστικής Επιτροπής.

 

Άρθρο 1 παρ.2 & Άρθρο 3 παρ.1 & 2

Οι διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 3 του σχεδίου επιβάλλουν στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις υποχρέωση να αναλαμβάνουν οι ίδιες να διεξάγουν σεμινάρια επανεκπαίδευσης σε διαμεσολαβητές είτε πρόκειται για αποκλειστικής συνεργασίας είτε για συνδεδεμένους, όπως επίσης και να τους χορηγούν τις σχετικές βεβαιώσεις περαίωσής τους.

Η ανάληψη εκ μέρους των ασφαλιστικών επιχειρήσεων της σχετικής υποχρέωσης, όσον αφορά τους λοιπούς διαμεσολαβητές ακόμη και αν διατηρούν με αυτούς αποκλειστική συνεργασία, η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να γίνει νομικά και ουσιαστικά αποδεκτή.

Κατ’ αρχάς, οι διαμεσολαβητές δραστηριοποιούνται και ενεργούν ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα. Η ανεξάρτητη αυτή υπόσταση του διαμεσολαβητή αντανακλάται στην ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία όπου η νομική ευθύνη του διαμεσολαβητή παραμένει αυτοτελής και διακριτή από την ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης, ιδίως στην περίπτωση του ασφαλιστικού συμβούλου, ενώ σε καμμία περίπτωση η ισχύουσα νομοθεσία δεν θέτει ως κριτήριο για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης της ασφαλιστικής επιχείρησης για πράξεις ή παραλείψεις του διαμεσολαβητή και κατ’ επέκταση για την κανονιστική του συμμόρφωση, τη διατήρηση αποκλειστικής συνεργασίας της με αυτόν.

Ακόμη όμως και η εφαρμογή της απαίτησης αυτής στην περίπτωση του συνδεδεμένου διαμεσολαβητή όπου προβλέπεται κατ’ εξαίρεση ταύτιση ευθύνης ασφαλιστικής επιχείρησης και διαμεσολαβητή, καθίσταται σε μεγάλο βαθμό προβληματική, ιδίως σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα. Είναι μάλλον υπερβολικό και προφανώς άδικο να επιβαρύνονται οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με το κόστος επανεκπαίδευσης των υπαλλήλων ενός πιστωτικού ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη αφενός τον κατά κανόνα πολύ μεγάλο όγκο εκπαιδευόμενων των συγκεκριμένων οργανισμών και αφετέρου το οικονομικό εκτόπισμα των τελευταίων έναντι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να απαλειφθεί.

Προς τούτο, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και πραγματικές αδυναμίες που δημιουργεί η επίμαχη πρόβλεψη, όπως για παράδειγμα η έλλειψη πρόνοιας από την άποψη της ευθύνης της ασφαλιστικής επιχείρησης για την αντιμετώπιση περιπτώσεων επαναλαμβανόμενων μετακινήσεων διαμεσολαβητών από εταιρία σε εταιρία.

Θεωρούμε αυτονόητο και απόλυτα συνεπές με την ισχύουσα νομοθεσία και την εν γένει επιχειρηματική πραγματικότητα, η τήρηση των πάσης φύσεως υποχρεώσεων  να αποτελεί αυστηρά αντικείμενο επιχειρηματικής απόφασης κάθε διαμεσολαβητή, στο μέτρο που οι υποχρεώσεις αυτές είναι άμεσα συνυφασμένες με την επιβίωση και βελτίωσή του ως επαγγελματία. Είναι άδικο αυτές να μετακυλύονται σε άλλες επιχειρηματικές οντότητες στο πλαίσιο των μεταξύ τους εμπορικών συνεργασιών, γεγονός που μπορεί να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα και επί το πλείστον τον εφησυχασμό των υπόχρεων προσώπων. 

Κατά συνέπεια, θεωρούμε ότι οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 3 θα πρέπει να διαγραφούν. Ο λόγος συνίσταται στο ότι υπερβαίνουν το γράμμα της ισχύουσας ασφαλιστικής νομοθεσίας και σε κάθε περίπτωση η τήρηση κανονιστικών υποχρεώσεων θα πρέπει να εναπόκειται στη σφαίρα ευθύνης κάθε διαμεσολαβητή.

Σε συνδυασμό με την προηγούμενη ανάλυση ο προβληματισμός εντείνεται λαμβάνοντας υπόψη και τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 του σχεδίου στο μέτρο που οδηγεί εμμέσως πλην σαφώς σε υποχρέωση επανεκπαίδευσης ακόμη και (ενδεχομένως αλλοδαπών) διαμεσολαβητών που εμπλέκονται στη διαμεσολάβηση ασφαλίσεων σε άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. μέσω υποκαταστήματος ή με ΕΠΥ.

 

Άρθρο 3 παρ.1

Από τις διατάξεις του άρθρου 3 του σχεδίου αντιλαμβανόμαστε ότι πρόθεση της αρχής είναι να μην συνδέσει το νέο σύστημα επανεκπαίδευσης με το ήδη υπάρχον σύστημα πιστοποίησης και ειδικότερα με τη δόμηση αυτού σε τέσσερα αντίστοιχα επίπεδα Πιστοποιητικών. Συνάγεται δηλαδή ότι πρόθεση της ΤτΕ είναι να δημιουργήσει μια ενιαία για όλους πλατφόρμα ύλης πάνω στην οποία θα βασίζεται η επανεκπαίδευση, με τη δυνατότητα όμως, ανάλογα με την κατηγορία εκπαιδευόμενου, να υπάρξει η απαιτούμενη προσαρμογή.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ενιαία αντίληψη των προτεινομένων, κρίνεται επιβεβλημένο να επιβεβαιωθεί το προεκτεθέν συμπέρασμα.

Δεν γίνεται περαιτέρω σαφές, από το γράμμα τουλάχιστον των διατάξεων, τι θα ισχύσει όσον αφορά στην επανεκπαίδευση για τους κατέχοντες το Πιστοποιητικό Δ και κατ΄επέκταση των δραστηριοποιούμενων στην πώληση unit-linked προϊόντων είτε επί τη βάσει κεκτημένου δικαιώματος είτε βάσει της προϊσχύουσας πιστοποίησης των ασφαλιστικών συμβούλων.

Προτείνεται, για τη σφαιρική θεώρηση του συστήματος, να αποτυπωθεί ρητά εντός του κειμένου το τι θα ισχύσει ειδικά για το Πιστοποιητικό Δ.

Σημείο προβληματισμού αποτελεί επίσης η επιλογή της αρχής να διαμορφώσει με πολύ συγκεκριμένο, μάλλον περιοριστικό, τρόπο τους τομείς στους οποίους θα αφορά η επανεκπαίδευση.

Παρ’ ότι η ένταξη στην ύλη θεσμικών αλλαγών και νομικών θεμάτων διαχείρισης και προστασίας καταναλωτών είναι εύλογη και απόλυτα κατανοητή, το ίδιο δεν φαίνεται να ισχύει, για παράδειγμα, σε σχέση με την εκπαίδευση σε χαρακτηριστικά προϊόντων των εταιριών.

Η προϊοντική κατάρτιση των διαμεσολαβητών αποτελεί διαδικασία με αμιγώς εταιρικό χαρακτήρα που ήδη γίνεται σήμερα από τις επιχειρήσεις (προφανώς όχι σε επίπεδο επαναπιστοποίησης) στο πλαίσιο λειτουργίας του μεταξύ τους ανταγωνισμού και της κατάλληλης προετοιμασίας των δικτύων τους για βέλτιστες επιδόσεις κατά την πώληση. Ως εκ τούτου, η συμπερίληψή τους δεν έχει , κατά την άποψή μας, νόημα, ενώ επί της ουσίας αδυνατεί να λειτουργήσει σε περιπτώσεις διαμεσολαβητών που μετακινούνται από εταιρία σε εταιρία.

Συνεπώς, προτείνουμε ο μηχανισμός επανεκπαίδευσης να επιτρέπει στον κάθε πάροχο ασφαλιστικής εκπαίδευσης την προσαρμογή του προσφερόμενου προγράμματος στις εκάστοτε ανάγκες του υποψηφίου αλλά και της αγοράς.

Εννοείται ότι η αξιολόγηση του κάθε προγράμματος μπορεί να υπόκειται στον αυστηρό έλεγχο της ΤτΕ.

 

Άρθρο 3 παρ.3

Ερωτηματικά προκαλεί η επιλογή του επόπτη να επιβάλει εξετάσεις ως προϋπόθεση για την περαίωση της διαδικασίας επανεκπαίδευσης.

Η δια βίου μάθηση έχει να κάνει με την ποιοτική αναβάθμιση του διαμεσολαβητή και την επικαιροποίηση των γνώσεών του, αποτέλεσμα που ως γνωστόν δεν επιτυγχάνεται κατ’ ανάγκη μέσω εξετάσεων ούτε όμως και οι εξετάσεις ενδείκνυνται για όλες τις ηλικίες. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα και φυσιολογικά έως τη λήξη της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας το ίδιο πρόσωπο θα αναγκαστεί να υποστεί συνεχείς τέτοιες δοκιμασίες.

Είναι δεδομένο ότι η επιτυχία του προωθούμενου εγχειρήματος εξαρτάται από τους μηχανισμούς που θα αναπτυχθούν από την ΤτΕ ώστε να διασφαλιστεί ένα επαρκές επίπεδο ποιότητας στα προγράμματα των διαφόρων παρόχων ασφαλιστικής εκπαίδευσης.

Θα πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι η ΤτΕ είχε κάνει ήδη την επιλογή με την Πράξη 16/2013 για πρόβλεψη υποχρεωτικής επανεκπαίδευσης στη διάρκεια του επαγγελματικού βίου κάθε ασφαλιστικού διαμεσολαβητή χωρίς εξέταση, ακολουθώντας τις ανάλογες συζητήσεις που γίνονται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Θα πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι η ελληνική πολιτεία έχει υιοθετήσει ως πρακτική για την αρχική πιστοποίηση την ύπαρξη εξετάσεων, αφήνοντας χωρίς ρύθμιση την εκπαίδευση, η οποία παραμένει στην ευθύνη κάθε υποψήφιου προς πιστοποίηση.

Το παρόν σχέδιο χαρακτηρίζεται από διαφορετική αντίληψη, συνιστάμενη στην καθιέρωση υποχρεωτικής επανεκπαίδευσης και μάλιστα συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας.

Λόγοι συνοχής επιβάλλουν κατά την άποψή μας την πρόβλεψη υποχρέωσης για επανεκπαίδευση, χωρίς συγκεκριμένες θεματικές ενότητες, χωρίς υποχρεωτική διάρκεια και χωρίς εξέταση.

Ενόψει, τέλος, της πρόβλεψης για την αξιοποίηση των κάθε είδους μέσων της σύγχρονης τεχνολογίας σε όλο το φάσμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον εν τέλει υιοθετηθούν, και των εξετάσεων, θα πρέπει, για λόγους σαφήνειας, να προσδιοριστεί η έκταση της πρόβλεψης και συγκεκριμένα να επιβεβαιωθεί ότι αυτή μεταφράζεται στις εξής δύο δυνατότητες:

  • σε δυνατότητα παροχής όλων των  εκπαιδευτικών σεμιναρίων μέσω προετοιμασμένων ηλεκτρονικών σεμιναρίων e-learning τα οποία ο διαμεσολαβητής θα παρακολουθεί με ατομικό κωδικό πρόσβασης. Μέσω του συγκεκριμένου κωδικού θα καταγράφονται ηλεκτρονικά τόσο οι ενότητες όσο και οι ώρες παρακολούθησης κάθε εκπαιδευόμενου και
  • στην αντίστοιχη δυνατότητα ηλεκτρονικής διεξαγωγής των τεστ κατανόησης με καταγραφή βαθμολογίας (test scoring) ηλεκτρονικά μέσω πλατφόρμας e-learning και πάλι ανά ατομικό κωδικό πρόσβασης.

Οι περιγραφόμενες μέθοδοι ακολουθούνται παγίως, εξ όσων γνωρίζουμε, σε αρκετές χώρες του εξωτερικού για επαγγελματικές επί το πλείστον επαναπιστοποιήσεις.

Παρακαλούμε να επιβεβαιωθεί η ως άνω διττή δυνατότητα σχετικά με το εύρος της χρήσης σύγχρονων μεθόδων εκπαίδευσης.

 

Άρθρο 4

Με την παρ.1 του άρθρου 4 προβλέπεται η υποχρεωτική καταβολή ενός τέλους για την αξιολόγηση των προσφερόμενων από τους φορείς προγραμμάτων κάθε έτος.

Κατά την άποψή μας, η αξιολόγηση θα πρέπει παρέχεται χωρίς χρέωση από την ΤτΕ, όπως συνέβαινε στο παρελθόν με το προηγούμενο καθεστώς υποχρεωτικής εκπαίδευσης των 100 ωρών από την τότε εποπτική αρχή.

Εάν όμως πρόθεση της ΤτΕ είναι διατηρηθεί εντός του σχεδίου, θα ήταν πιο δίκαιο τουλάχιστον να μην επιβάλλεται το εν λόγω τέλος ανά υποβαλλόμενο σεμινάριο, αλλά μόνον ανά επικαιροποίηση του υποβληθέντος εκπαιδευτικού προγράμματος.

Στο πλαίσιο του ίδιου άρθρου και όσον αφορά, ειδικά, στην παρ. 2δ του άρθρου 4 σε σχέση με «τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προσώπων στα οποία απευθύνεται το εκπαιδευτικό σεμινάριο», θεωρούμε ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξειδίκευσης και ανάλυσης προκειμένου να καταστεί ευκρινές το τι επιδιώκει ο επόπτης κάνοντας λόγο για ποιοτικά χαρακτηριστικά των εκπαιδευόμενων.

Επίσης, η προτεινόμενη από την παρ.4 του άρθρου 4 του σχεδίου σύνθεση της «Διαρκούς Επιτροπής Αξιολόγησης Σεμιναρίων Επαναπιστοποίησης για την Ασφαλιστική Διαμεσολάβηση» κρίνεται αρκετά περιορισμένη καθώς αποκλείονται πρόσωπα που διαθέτουν εκτός από το προφανές προαπαιτούμενο της θεωρητικής γνώσης, και πρακτική εμπειρία στο αρκετά περίπλοκο ασφαλιστικό αντικείμενο.

Ως προς το πρώτο σημείο παρατηρήσεων προτείνεται να υπάρξει εντός του κειμένου η απαραίτητη ανάλυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών, ενώ ως προς το δεύτερο σημείο να επανελεγχθεί η σύνθεση της Επιτροπής και να εμπλουτιστεί με πρόσωπα εκτός ακαδημαϊκού περιβάλλοντος.

Τέλος, με δεδομένο ότι η χρονική απόσταση από την έκδοση της τελικής πράξης της ΤτΕ έως την 31η Αυγούστου 2014, κρίνεται ιδιαίτερα περιορισμένη για την κατάρτιση και υποβολή, προς αξιολόγηση από την ΤτΕ, των εκπαιδευτικών προγραμμάτων 2014-2015, προτείνεται να δοθεί προθεσμία έως την 31η Δεκεμβρίου 2014. 

© INSURANCE EEA 2024. All rights Reserved.
Designed by RDC Informatics